- θυγατέρα
- και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, -ατρός, Μ και θυγατέρα)1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο4. μτφ. πνευματικό παιδίνεοελλ.μτφ. για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «μητέρα» γλώσσα («οι νεολατινικές γλώσσες είναι θυγατέρες τής λατινικής»)αρχ.1. μτφ. θηλυκό γέννημα ζώου ή κάτι που σχετίζεται ή προέρχεται ή είναι επακολούθημα κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, Σιμων.β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσεςγ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, Πίνδ.δ. «θυγάτηρ Σειληνοῡ» — η άμπελος, Ιούλ. Καίσ.ε. «ψήφου συμβολικῆς θυγάτηρ» — το λαγήνι που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η κάλπη2. θεραπαινίδα, υπηρέτρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. tu-ka-te. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *dhug(h)әter με πιθ. αρχική σημασία «θηλάζουσα», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. duhe «θηλάζω». Εμφανίζει το επίθημα *-ter, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας (πρβλ. πατήρ, μήτηρ, φράτηρ), ενώ η παροξυτονία τής ονομαστικής οφείλεται μάλλον στην προπαροξύτονη κλητική θύγατερ (πρβλ. αρχ. ινδ. κλητ. duhitar). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. duhitar, το αβεστ. dugdar, το αρχ. σλαβ. dŭšti, το γοτθ. dauhtar (απ' όπου το γερμ. Tochter και το αγγλ. daughter) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. δυχατέρα < θυγατέρα με αντιμετάθεση τού χαρακτηριστικού τής ηχηρότητας.ΠΑΡ. αρχ. θυγατερεΐς, θυγατριδεύς, θυγατριδή, θυγατρίδιον, θυγατριδούς, θυγατρίζω, θυγάτριοννεοελλ.θυγατρικός.ΣΥΝΘ. αρχ. θυγατρογόνος, θυγατρομιξία, θυγατροποιία, θυγατροποιόςμσν.θυγατρόγαμος, θυγατροθετώ, θυγατρόπαις].
Dictionary of Greek. 2013.